-
1 συνεκτείνω
A prostrate beside,Ἄρει τὴν Ἀφροδίτην Heraclit.All.54
:—[voice] Pass., to be extended together, Gal.UP2.15.2 trans., extend together with, τῇ διανοίᾳ ἑαυτήν (sc. ὄψις) Ph.2.23, cf. Zos.4.33;μακρῷ βίῳ.. πόλεμον Lib. Or.38.18
.II intr., extend along with, be equal, τινι Placit.4.13.11 codd.Plu. (συνεντεινομένου Stob.
):—[voice] Pass., Gal.UP10.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνεκτείνω
См. также в других словарях:
συνεκτείνω — Α [ἐκτείνω] 1. ρίχνω κάτι καταγής δίπλα σε κάτι άλλο («συνεξέτεινεν αὐτῷ [ενν. τῷ Ἄρει] τὴν Ἀφροδίτην», Ηράκλειτ.) 2. εκτείνω κάτι παράλληλα προς κάτι άλλο 3. μέσ. συνεκτείνομαι εκτείνομαι παράλληλα προς κάτι, είμαι ίσος με κάτι … Dictionary of Greek